- καταστέλλειν
- καταστέλλωput in orderpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъставити — ОТЪСТАВ|ИТИ (13), ЛЮ, ИТЬ гл. 1.Отстранить, отдалить: Отъстави ѿ подрѹжь˫а свое(г) скопца измарагда. (ἀπόστησον) Пч н. XV (1), 10 об. 2. Отвратить, отстранить: отъстави ˫арость свою отъ ср҃дца своѥго. (ἀποστῆσαι) СбТр XII/XIII, 72 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πυρώδης — (I) ες / πυρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πῡρ] 1. ο όμοιος με τη φωτιά 2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος 3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.) 4. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή,… … Dictionary of Greek
catastaltic — catastaltic, a. Med. [ad. L. catastaltic us, a. Gr. κατασταλτικός, f. καταστέλλειν to repress, check.] Restraining, checking: formerly applied to astringent and styptic substances. in Mayne … Useful english dictionary